άσμα

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source

Greek Monolingual

το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα)
το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος
νεοελλ.
1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του
2. ο ψαλμός
3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων»
4. «κύκνειον άσμα» — το τελευταίο πριν από τον θάνατό του έργο ενός ποιητή, μουσουργού ή συγγραφέα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδ-μα < άδω.
ΠΑΡ. αρχ. ασμάτιον
μσν.
ασματίζω
μσν.- νεοελλ.
ασματικός.
ΣΥΝΘ. ασματοποιός
αρχ.
ασματοκάμπτης, ασματολογώ
μσν.
ασματογράφος].