μοσχοτρόφος

Revision as of 15:42, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A rearing calves, PSI6.600 (iii B. C.), Hsch. s.v. τιθηνός: as Subst., PSI4.409.2 (iii B.C.), PCair.Zen.326.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 210] Kälber aufziehend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων μόσχους, Ἡσύχ. ἐν λ. τιθηνός.

Greek Monolingual

μοσχοτρόφος, -ον (Α)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, μηλο-τρόφος].