μυριοπλασίων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A ten thousand fold, Archim. Aren.2.1, al. II infinitely more than, used like a Comp. c. gen., Cleom.2.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
μῡριοπλᾰσίων: -ον, γεν -ονος, δέκα χιλιάδας φορὰς τόσος, Ἀρχιμήδ. (;) ΙΙ. ἀπείρως περισσότερος, ὡς συγκρ. μετὰ γεν., Κλεομήδ. σ. 98.
Greek Monolingual
μυριοπλασίων, -ον (ΑΜ)
ο άπειρες φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος από κάποιον
αρχ.
αυτός που είναι δέκα χιλιάδες φορές τόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυριοπλάσιος + κατάλ. -ίων (πρβλ. εκατονταπλασίων)].