μόλγινος
English (LSJ)
η, ον, A made of ox-hide, φυσητῆρες Theodorid. ap. Poll.10.187.
German (Pape)
[Seite 199] von Rindsleder gemacht, Poll. 10, 187 aus Theodorid.
Greek (Liddell-Scott)
μόλγῐνος: -η, -ον, ὁ πεποιημένος ἐκ δέρματος βοός, φυσητὴρ Πολυδ. Ιʹ 187.
Greek Monolingual
μόλγινος, -ίνη, -ον (Α) μολγός
κατασκευασμένος από δέρμα βοδιού.