[ᾰ], α, ον,
A = γαμήλιος, μέλος Mosch.2.124; εὐνή Opp.C. 3.149, cf. Nonn.D.1.69, al.; γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG12(8).600 (Thasos).