γάμιος
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, = γαμήλιος, μέλος Mosch.2.124; εὐνή Opp.C. 3.149, cf. Nonn. D. 1.69, al.; γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG12(8).600 (Thasos).
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 nupcial μέλος Mosch.2.124, γ. ... τραπέζη mesa de bodas Nonn.Par.Eu.Io.2.2, ref. a una muchacha soltera γαμίης ἐλπίδος ἐστέρεσεν IG 12(8).600.15 (Tasos II d.C.), γαμίων ἔτι νῆις ἐρώτων Nonn.D.20.156.
2 relativo a la unión amorosa o sexual γαμίης ... εὐνῆς del apareamiento de animales, Opp.C.3.149, Βορέης γαμίῃ δεδονημένος αὔρῃ Bóreas excitado por una brisa de deseo amoroso Nonn.D.1.69, γαμίῃ ῥαθάμιγγι Διιπετέων ὑμεναίων ref. a la fecundación de Sémele por Zeus, Nonn.D.8.6, cf. 321.
German (Pape)
[Seite 473] dasselbe, μέλος Mosch. 2, 120; εὐνή Opp. C. 3, 149; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
γάμιος: -α, -ον, = γαμήλιος, Μόσχ. 2. 120, Ὀππ. Κ. 3. 149 · γαμίης ἐλπίδος ἐστέρησεν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 325. 14.
Greek Monolingual
γάμιος, -α, -ον (AM) γάμος
αυτός που έχει σχέση με τον γάμο ή τη συνουσία.
Greek Monotonic
γάμιος: [ᾰ],-α, -ον = γαμήλιος, σε Μόσχ.