μισόξενος

Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hostile to strangers, βίος, νόμιμα, of the Jews, D.S.40.3, 34.1, cf. J.AJ1.11.1.

German (Pape)

[Seite 192] Fremde hassend, unfreundlich gegen Gastfreunde, Sp., Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσόξενος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς ξένους, Διοδ. Ἐκλογ. 525. 61., 543, 33.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μισόξενος, -ον)
εχθρικός προς τους ξένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ξένος (πρβλ. φιλόξενος)].

Russian (Dvoretsky)

μῑσόξενος: ненавидящий иноземцев, негостеприимный Diod.