ναύστης

Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, ὁ, A = ναύτης, Sammelb.1207.

Greek Monolingual

ναύστης, ὁ (Α)
ναύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ναύτης με -σ- πιθ. κατά τα αρσ. σε -στης (πρβλ. ναῦσθλον)].