ναρκίσσινος

Revision as of 15:58, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

η, ον, A made of narcissus, Cratin.344, Dsc.1.53. II of the colour of νάρκισσος, PRyl.154.8 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 229] von Narkissos, ἔλαιον, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ναρκίσσῐνος: -η, -ον, ἐκ ναρκίσσου πεποιημένος, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 19, Διοσκ. 1, 63.

Spanish

del narciso

Greek Monolingual

-ινη, -ο (Α ναρκίσσινος -ίνη, -ον) νάρκισσος
αυτός που προέρχεται ή είναι φτειαγμένος από το φυτό νάρκισσος («ναρκίσσινον ἔλαιον», Διοσκ.)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του ναρκίσσου («στολή ναρκισσίνη», πάπ.).