ναυσία

Revision as of 15:59, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Ion. -ιη, A v. ναυτία.

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, att. ναυτία, ἡ, die Schiffs- oder Seekrankheit, Uebelkeit mit Erbrechen, Hippocr. u. Sp., wie Plut.; überhaupt Ekel, Widerwillen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσία: ναυσιάω, ἴδε ἐν λ. ναυτία, -ιάω.

Greek Monolingual

ναυσία και ιων. τ. ναυσίη, ἡ (Α)
ναυτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + κατάλ. -ία, με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- (πρβλ. φυτόν - φύσ-ις)].

Russian (Dvoretsky)

ναυσία: и ναυσιάω v. l. = ναυτία и ναυτιάω.