νεφεληδόν

Revision as of 16:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A in the manner of clouds, Nonn.D.15.1.

Greek (Liddell-Scott)

νεφεληδόν: Ἐπίρρ., ὡς αἱ νεφέλαι, κατὰ τὸν τρόπον τῶν νεφελῶν, Νόνν. Δ. 15. 1.

Greek Monolingual

νεφεληδόν (Α)
επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].