νεφέλη
English (LSJ)
ἡ, (νέφος)
A cloud, mass of clouds (distinguished from ὁμίχλη, mist or fog, Arist.Mete.346b33), Il.15.20, Hes.Th.745, etc.; νεφέλη κυανέη, νεφέλη πορφυρέη, Od.12.75, Il.17.551; ἐριβρόμου νεφέλας στρατός Pi.P.6.11; νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὁμοῖαι Thphr.Sign.13.—Mostly poet., but found in X.An.1.8.8, Arist., Thphr. ll. cc., and in late Prose, Plu.2.777e, Philostr.Ep.24.
2 metaph., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψε κυανέη, of death, Il.20.417; τὸν δ' ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε μέλαινα a cloud of sorrow, 17.591, cf. S.Ant.528 (anap.); πολέμου νεφέλη Simon.89; φόνου νεφέλη Pi.N. 9.38, cf. I.7(6).27; Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ, i.e. with his blood, S. Tr.831 (lyr.); κελαινῶπις νεφέλη, of sleep, Pi.P.1.7.
II of clouds in urine, Hp.Prog.12, Gal.6.252.
2 = νεφέλιον II.2, Hp.Prorrh.2.20.
3 cloud on a mirror, Arist.Insomn.459b30.
III fine bird-net, in plural, Ar.Av.194,528 (anap.), Call.Aet.3.1.37, Gal.UP1.2, Ath.1.25d: in sg., AP6.11 (Satyr.), 109 (Antip.), 185 (Zos.).
IV Alchem., sublimate, Ps.-Democr.Alch.p.50 B.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
nuage, nuée.
Étymologie: cf. νέφος, lat. nebula.
German (Pape)
ἡ, von νέφος, Nebel, Wolke, Gewölk; von Hom. an im eigentlichen Sinne und übertragen; ἔμενον νεφέλῃσιν ἐοικότες, ἅς τε Κρονίων νηνεμίης ἔστησεν ἐπ' ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν, Il. 5.522, öfter; ἐριβρόμου νεφέλας στρατός, Pind. P. 6.11; κρημναμέναν νεφέλαν, Aesch. Spt. 211; αἰθερίας νεφέλας κύρσαιμι, Soph. O.C. 1084; ἀνεμώκεας δρόμον νεφέλας, Eur. Phoen. 166; ἔνυδροι, El. 753; übertragen, Umnachtung der Sinne durch den Tod, Todesnacht, νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη, Il. 20.417 (vgl. νέφος); so ist auch Soph. Trach. 828 εἰ γάρ σφε Κενταύρου φονίᾳ νεφέλῃ χρίει δολοποιὸς ἀνάγκα zu nehmen, wie φόνου νεφέλαν τρέψαι Pind. N. 9.38. Auch ἄχεος νεφέλη, Wolke der Trauer, des Kummers (vgl. νέφος), Il. 17.591, 18.22, Od. 24.315; wie Soph. νεφέλη δ' ὀφρύων ὕπερ αἱματόεν ῥέθος αἰσχύνει, Ant. 524. – Seltener in Prosa; λευκή, Xen. An. 1.8.8. Bei Theophr. sind νεφέλαι πόκαις ἐρίων ὅμοιαι die leichten Wolken, welche wir auch Schäfchen nennen. – Ein dünnes Vogelnetz, Fangnetz, Ar. Av. 194, 528, wie einige Erkl. auch die aus Soph. Tr. angeführte Stelle haben deuten wollen; παγίδας καὶ νεφέλας ἐπὶ ταῖς κίχλαις ἱστάντες, Ath. I.25c; Opp. Ixeut. 3.9; πτηνολέτις, Zosim. 3 (VI.185); Antiphil. 17 (VI.109).
Russian (Dvoretsky)
νεφέλη: дор. νεφέλα ἡ
1 облако, туча (μέλαινα, κυανέη Hom.; λευκή Xen.);
2 перен. туча, мрак: ν. δέ μιν ἀμφεκάλυψεν Hom. облако (смерти) объяло его; ἄχεος ν. Hom. облако скорби; ν. ὀφρύων Soph. нахмуренные брови;
3 тонкая птицеловная сеть Arph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νεφέλη: ἡ, (νέφος) σύννεφον, ὄγκος νεφῶν (διακρινομένη ἀπὸ τῆς ὁμίχλης, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 9, 4), Ὅμηρ., Ἡσίοδ., κλ.· ― τὰ Ὁμηρικὰ αὐτῆς ἐπίθετα εἶναι: κυανέα, μέλαινα, πορφυρέη· ἐπιβρόμου νεφέλας στρατὸς Πινδ. Π. 6. 11· ἴδε τὴν περιγραφὴν αὐτῶν ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 323 κἑξ. ― Ὁ συνηθέστερος τύπος εἶναι νέφος, ἰδίως παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἂν καὶ ὁ Ξεν. ἔχει νεφέλη, ἐν Ἀν. 1. 8,8· καὶ ὁ Θεόφρ. μεταχειρίζεται νεφέλαι ἰδιαιτέρως ἐπὶ τῶν ἐριομόρφων νεφῶν, Λατ. vellera, καὶ ὅταν νεφέλαι πόκοις ἐρίων ὅμοιαι ὦσιν, ὕδωρ σημαίνει, περὶ σημ. Ὑδάτ. καὶ Πνευμ. 1. 13· πρβλ. νεφέλιον. 2) μεταφ., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη, ἐπὶ τοῦ θανάτου, Ἰλ. Υ. 417· τὸν δ’ ἄχεος νεφέλη ἐκάλυψε, νέφος θλίψεως, Ρ. 591. Ὀδ. Ω. 315, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 528· οὕτω, πολέμου ν. Σιμων. 92· φόνου ν. Πινδ. Ν. 9. 90· Κενταύρου φονίᾳ νεφέλα, δηλ. διὰ τοῦ αἵματος τοῦ Κ., Σοφ. Τρ. 831· οὕτω μόνον: νεφέλα, Πινδ. Ι. 7 (6). 39· κελαινῶπις ν., ἐπὶ τοῦ ὕπνου, ὁ αὐτ. ἐν Π. 1. 13. ΙΙ. ἐπὶ καθιζημάτων ἐν τοῖς οὔροις, Ἱππ. 40. 41 κἑξ. 2) = νεφέλιον ΙΙ. 2, ὁ αὐτ. 102G. 3) νέφος, κηλὶς ἐπὶ κατόπτρου, Ἀριστ. π. Ἐνυπν. 2, 8. ΙΙΙ. λεπτόν τι δίκτυον διὰ πτηνά, ἐν τῷ πληθ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 193, 528, Ἀθήν. 25C· ἐν τῷ ἑνικ., Ἀνθ. Π. 6. 11, 109, 185· πρβλ. πτηνολέτις.
English (Autenrieth)
cloud; fig., of death, grief, Il. 20.417, Il. 17.591, Od. 24.315.
English (Strong)
from νέφος; properly, cloudiness, i.e. (concretely) a cloud: cloud.
English (Thayer)
νεφέλης, ἡ (νέφος) (from Homer down), the Sept. especially for עָנָן, but also for עָב and שַׁחַק; a cloud: (νεφέλη φωτεινή, ); ὑπό τῇ νεφέλην ἦσαν, cf. νέφος.)
Greek Monolingual
η (ΑΜ νεφέλη)
1. νέφος, σύννεφο, συγκέντρωση νεφών (α. «ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλησιν ἐκρέμω», Ομ. Ιλ.)
β. «ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς», ΚΔ)
2. ως κύριο όν. Νεφέλη
μυθ. η μητέρα του Φρίξου και της Έλλης
3. στον πληθ. Νεφέλαι
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνους
μσν.
φρ. «ἀνεβαίνω μέχρι νεφελῶν» — αυξάνομαι πολύ
μσν.-αρχ.
1. νεφελοειδής κηλίδα του οφθαλμού
2. μτφ. α) λύπη, δυσθυμία
β) θάνατος
γ) ύπνος
δ) φόνος
ε) πόλεμος
αρχ.
1. ίζημα μέσα στα ούρα
2. κηλίδα σε καθρέφτη
3. στον πληθ. λεπτό δίχτυ που χρησιμοποιούσαν για το πιάσιμο τών πουλιών
4. ατμός εξατμιζόμενου στερεού
5. (αλχ.) χλωριούχος υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι αρχαία (πρβλ. νέφος), ανάγεται σε ΙΕ τ. nebhela «νεφέλη» και συνδέεται με λατ. nebula, αρχ. νορβ. njōl «σκότος», αρχ. άνω γερμ. nebul «ομίχλη». Για τη μεταβολή του θ. νέφος: νεφέλη πρβλ. ἔτος: ἔταλον / ἔτελον, ἄγκος: ἀγκάλη. Η παρουσία, εξάλλου, επιθήματος με -λ- ίσως είναι χαρακτηριστική ονομάτων σχετικών με φυσικά στοιχεία ή φαινόμενα (πρβλ. ήλιος, άελλα, θύελλα).
ΠΑΡ. νεφέλιον, νεφελίς, νεφελώδης
αρχ.
νεφεληδόν, νεφελίζω, νεφελόθεν, νεφελωτός
μσν.- νεοελλ.
νεφελούμαι / νεφελώνομαι
νεοελλ.
νεφελίνης.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) νεφελοειδής, νεφελοκοκκυγία
αρχ.
νεφεληγερέτα, νεφεληγερής, νεφελοκένταυρος, νεφελομιγής, νεφελοφόρος
αρχ.-μσν.
νεφελοσύστατος
μσν.
νεφελοδρόμος, νεφελοστάσια, νεφελοχυσία
μσν.- νεοελλ.
νεφελοβατώ
νεοελλ.
νεφελοβάμων, νεφελομαντεία, νεφελομετρία, νεφελόμετρο, νεφελοσκέπαστος, νεφελοσκεπής, νεφελοψία. (Β' συνθετικό) ανέφελος, υπερνέφελος
αρχ.
εκνέφελος, επινέφελος, παννέφελος, περινέφελος, πολυνέφελος, συννέφελος, υπονέφελος].
Greek Monotonic
νεφέλη: ἡ (νέφος)·
I. 1. σύννεφο, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. μεταφ., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη, λέγεται για τον θάνατο, σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχεος νεφέλη, σύννεφο λύπης, σε Όμηρ.· Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ, δηλ. με το αίμα του Κενταύρου, σε Σοφ.
II. δίχτυ για την παγίδευση των πουλιών, στον πληθ., σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cloud, mass of clouds (ep. poet. Il., also X., Arist.) also of cloudlike disturbances in urine a. in eye (medic.), metaph. fine bird-net (Ar., Call., AP ).
Compounds: Compp., e.g. νεφελ-ηγερέτα cloudgatherer, adjunct of Zeus, with voc. for nom. (Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394f.), ἐπι-νέφελος clouded (Hdt., Hp., Arist.). Compp., e.g. νεφο-ειδής cloud-like (Epicur.), συν-νεφής surrounded by clouds, dark (E., Arist.), ἐπι-νεφής cloudy, bringing clouds (Arist., Thphr.) with the backformations συν-νέφει, -νένοφεν (Ar., E., Arist.), ἐπι-νέφει (Arist., Thphr.) is, makes cloudy with ἐπίνεψις f. cloudiness (Arist.).
Derivatives: 1. Diminut. νεφέλιον n. (Arist., Thphr., medic.); 2. Adj. νεφελ-ώδης cloudy (Arist.), -ωτός covered with clouds, consisting of clouds (Luc.). 3. Verbs: νεφελ-όομαι (Eust.), -ίζομαι (sch.) be(come) covered with clouds. -- νέφος n. cloud, mass of c. (Il.). Derivv.: 1. Dimin. νεφύδριον (Olymp. Phil.); 2. Adj. νεφώδης cloudlike, bringing clouds (Arist., Str.); 3. Verb νεφόομαι, also w. ἐκ-, become cloudy, be changed in a cloud (Thphr., Ph.) with νέφωσις f. cloudiness (Ph.).
Origin: IE [Indo-European] [315, to be corrected] *nebʰ- cloud
Etymology: Old inherited words with exact correspondences in several languages. With νεφέλη agrees Lat. nebula (u however polyinterpretable), prob. also MWelsh. nyfel cloud (Loth Rev. celt. 47. 172 f.), IE *nebhelā. Also Germanic points with varying auslaut (ā- or o-stem) and var. vowel to the same l-element, e.g. OWNo. njōl f. darkness (Germ. ō-stem = IE ā-stem), OHG nebul m. mist (Germ. a-stem = IE o-stem); some Celtic forms, e.g. OIr. nēl, gen. nivil m. cloud, mist, are ambiguous. -- Beside this l-stem, which prob. not accidentally agrees with the l-stem of the words for sun (s. ἥλιος) and wind (s. ἄελλα, θύελλα), we find in the east a widespread s-stem in νέφος = Skt. nábhas- n. cloud, mist, haze, Hitt. nepiš, OCS. nebo, gen. nebes-e heaven (through cloud > heaven Brandenstein Stud. z. idg. Grundspr. 24 f.) etc., IE *nébhos n.; on the variation s: l cf. e.g. ἔτος: ἔταλον, θάρσος: θαρσα-λέος a.o. (Benveniste Origines 46 f.). -- More forms w. partly uncertain combinations in WP. 1, 131 f., Pok. 315f., W.-Hofmann s. nebula, Mayrhofer s. nábhaḥ, Vasmer s. nébo; s. also Porzig Gliederung 189f. (Not here ὄμβρος.)
Middle Liddell
νεφέλη, ἡ, νέφος
I. a cloud, Hom., etc.
2. metaph., νεφέλη δέ μιν ἀμφεκάλυψεν κυανέη, of death, Il.; ἄχεος ν. a cloud of sorrow, Hom.; Κενταύρου φονίᾳ νεφέλᾳ, i. e. with his blood, Soph.
II. a bird-net, Ar.
Frisk Etymology German
νεφέλη: {nephélē}
Grammar: f.
Meaning: Wolke, Gewölk (meist ep. poet. seit Il., auch X., Arist., u. sp. Prosa) auch von wolkenartigen Trübungen im Harn u. im Auge (Mediz.), übertr. feines Vogelnetz (Ar., Kall., AP u.a.).
Composita: Kompp., z.B. νεφεληγερέτα Wolkensammler, Beiw. des Zeus, mit Vok. für Nom. (Risch Sprachgesch. u. Wortbed. 394f.), ἐπινέφελος umwölkt (Hdt., Hp., Arist. u.a.).
Derivative: Ableitungen: 1. Demmutivum νεφέλιον n. (Arist., Thphr., Mediz.); 2. Adj. νεφελώδης wolkig, bewölkt (Arist. u.a.), -ωτός mit Wolken überzogen, aus Wolken bestehend (Luk.); 3. Verba: νεφελόομαι (Eust.), -ίζομαι (Sch.) mit Wolken überzogen werden. — νέφος n. Wolke, Gewölk (seit Il.). Kompp., z.B. νεφοειδής wolkenartig (Epikur. u.a.), συννεφής umwölkt, finster (E., Arist. usw.), ἐπινεφής wolkig, Wolken bringend (Arist., Thphr.) mit den Rückbildungen συννέφει, -νένοφεν (Ar., E., Arist. usw.), ἐπινέφει (Arist., Thphr. u.a.) ist, macht wolkig mit ἐπίνεψις f. Bewölkung (Arist.). Ableitungen: 1. Demin. νεφύδριον (Olymp. Phil.); 2. Adj. νεφώδης wolkenähnlich, Wolken bringend (Arist., Str.); 3. Verb νεφόομαι, auch m. ἐκ-, umwölkt werden, in eine Wolke verwandelt werden (Thphr., Ph. u.a.) mit νέφωσις f. Bewölkung (Ph. u.a.).
Etymology: Alte Erbwörter mit genauen Entsprechungen in mehrere Sprachen. Zu νεφέλη stimmt lat. nebula (u allerdings mehrdeutig), wohl auch mkymr. nyfel Wolke (Loth Rev. celt. 47. 172 f.), idg. *nebhelā. Auch das Germanische weist bei wechselndem Auslaut (ā- od. ŏ-Stamm) und schwankendem Zwischenvokal dasselbe l-Element auf, z.B. awno. njōl f. Finsternis (germ. ō-Stamm = idg. ā-Stamm), ahd. nebul m. Nebel (germ. a-Stamm = idg. o-Stamm); gewisse keltische Formen. z.B. air. nēl, Gen. nivil m. Wolke, Nebel, sind umstritten. —Neben diesem l-Stamm, der wohl nicht zufällig zum l-Stamm der Wörter für Sonne (s. ἥλιος) und Wind (s. ἄελλα, θύελλα) stimmt, steht im Osten ein weitverbreiteter s-Stamm in νέφος = aind. nábhas- n. Wolke, Nebel, Dunst, heth. nepiš, aksl. nebo, Gen. nebes-e Himmel (über Wolke > Himmel Brandenstein Stud. z. idg. Grundspr. 24 f.) usw., idg. *nébhos n.; zum Stammwechsel s: l vgl. z.B. ἔτος: ἔταλον, θάρσος: θαρσαλέος u.a.m. (Benveniste Origines 46 f.). — Weitere Formen m. reicher Lit. und z.T. unsichere Kombinationen bei WP. 1, 131 f., Pok. 315f., W.-Hofmann s. nebula, Mayrhofer s. nábhaḥ, Vasmer s. nébo; dazu noch Porzig Gliederung 189f. vgl. ὄμβρος.
Page 2,309-310
Chinese
原文音譯:nefšlh 尼費累
詞類次數:名詞(26)
原文字根:雲 相當於: (עָנָן)
字義溯源:雲(蔽),雲彩;源自(νέφος)*=雲)。雲常出現在重要的場合,就如在變化山上,有一朵雲彩來遮蓋他們( 可9:7)。當主耶穌復活後升天時,有一朵雲彩把他接去( 徒1:9)。主耶穌提到他的再來時,說,你們必看見人子駕著天上的雲降臨( 可14:62)。當主耶穌再來時,我們這活著還存留的人,必和他們(死而復活的人)一同被提到雲裏,在空中與主相遇( 帖前4:17)
出現次數:總共(25);太(4);可(4);路(5);徒(1);林前(2);帖前(1);猶(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 雲(13) 太24:30; 太26:64; 可13:26; 可14:62; 路21:27; 林前10:1; 林前10:2; 帖前4:17; 啓1:7; 啓11:12; 啓14:14; 啓14:15; 啓14:16;
2) 雲彩(8) 太17:5; 可9:7; 路9:34; 路9:34; 路9:35; 路12:54; 猶1:12; 啓10:1;
3) 一朵雲彩(2) 可9:7; 徒1:9;
4) 一片⋯雲(1) 啓14:14;
5) 一朵⋯雲彩(1) 太17:5