νουσομελής

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A with diseased limbs, Man.4.476.

Greek (Liddell-Scott)

νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.

Greek Monolingual

νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)
αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].