ές, A with diseased limbs, Man.4.476.
νουσομελής: -ές, ὁ ἔχων νοσοῦντα τὰ μέλη, Μανέθων 4. 476.
νουσομελής και νοσομελής, -ές (Α)αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν.[ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + -μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο-μελής].