νυχεγρεσία

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = νυκτηγρεσία, AP5.263 (Paul. Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

νῠχεγρεσία: ἡ, = νυκτηγρεσία, Ἀνθ. Π. 5. 264.

Greek Monolingual

νυχεγρεσία, ἡ (Α)
βλ. νυκτεγερσία.

Russian (Dvoretsky)

νῠχεγρεσία: ἡ ночное бдение: ἔργα νυχεγρεσίης Anth. плоды ночных трудов.