νυκτεγερσία
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ἡ, waking by night, Ph.1.155 (pl.): with reference to Il.10,Str.9.5.18, Ps.-Plu.Vit.Hom.209,Arg. ii E.Rh.; cf. νυκτηγρεσία.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτεγερσία: ἡ, τὸ ἐγείρεσθαι τὴν νύκτα καὶ ποιεῖν τι ἔργον νυκτερινόν, ἀγρυπνία, παννυχίς, Βίος Ὁμ. 209, Φίλων 1. 155.
Greek Monolingual
η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) νυκτεγερτώ
1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός
2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ της Ιλιάδος
3. αγρυπνία κατά τη νύχτα σε επίσημες ημέρες θρησκευτικών εορτών
αρχ.
νυκτερινή φρουρά έξω από σκηνή ή στρατόπεδο ή οικοδόμημα.
German (Pape)
ἡ, das Nachtwachen, nächtliches Treiben; Eur. Rhes. argum.; Plut. Vita Hom.