νυχαυγής

Revision as of 16:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A shining by night, Orph.H.3.7,71.8.

Greek (Liddell-Scott)

νῠχαυγής: -ές, ὁ διὰ νυκτὸς λάμπων, Ὀρφ. Ὕμν. 2. 7., 70. 8.

Greek Monolingual

νυχαυγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυχ- του νύξ, νυκτός με δασύ σύμφωνο (βλ. λ. νύχτα) + -αυγής (< αυγή), πρβλ. χρυσ-αυγής].