νεοεργής
English (LSJ)
ές, A just made or newly wrought, Hsch.
German (Pape)
[Seite 241] ές, erkl. Hesych. νεωστὶ εἰργασμένος, s. νεουργής.
Greek (Liddell-Scott)
νεοεργής: -ές, «νεωστὶ εἰργασμένος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νεοεργής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεωστὶ εἰργασμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. κακο-εργής].