νυκτεροφεγγής

Revision as of 16:21, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A shining by night, μυήνη Man.3.393.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτεροφεγγής: -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.

Greek Monolingual

νυκτεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο-φεγγής].