ξυλόκοκκον

Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A = κεράτιον II, Aët.9.32.

Greek Monolingual

ξυλόκοκκον, τὸ (Α)
πολύ μικρή μονάδα βάρους, το κεράτιον, σημερ. καράτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κόκκος «είδος μέτρου»].