A cry οἴ, lament, A.D.Adv.128.10, who also coins ὀΐζω to expl. ὀϊζύω.
οἴζω και ὀΐζω (Α)θλίβομαι, θρηνώ, πενθώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴ + κατάλ. -ζω (πρβλ. οιμώζω, οίκτος)].