Adv., A = παντάπασι, Hsch.
[Seite 455] = πάγχυ, Hesych.
πάμφῐ: Ἐπίρρ., = παντάπασι, Ἡσύχ.
πάμφι (Α)(κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι».[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. -φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσ-φι)].