πάμφι

Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv., A = παντάπασι, Hsch.

German (Pape)

[Seite 455] = πάγχυ, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφῐ: Ἐπίρρ., = παντάπασι, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

πάμφι (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παντάπασι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶν + κατάλ. -φι, πιθ. οργανικής πτώσης, που απαντά στη Μυκηναϊκή και στον Όμηρο (πρβλ. νόσ-φι)].