πάγχυ

From LSJ

Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst

Menander, Monostichoi, 82
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάγχῠ Medium diacritics: πάγχυ Low diacritics: πάγχυ Capitals: ΠΑΓΧΥ
Transliteration A: pánchy Transliteration B: panchy Transliteration C: pagchy Beta Code: pa/gxu

English (LSJ)

Adv., (πᾶς, πᾶν) Ep., Ion., and Aeol. for πάνυ, wholly, entirely, μάλα π. Il.14.143; π. μάλα 12.165; π. λίην Od.4.825; ἐπὶ π. λάθωνται, λαθέσθαι (where ἐπί belongs to the Verb), Il.10.99, Hes.Op. 264; π. δ' εὔμαρες σύνετον πόησαι πάντι τοῦτ' Sapph.Supp.5.5; π. δοκέειν or ἐλπίζειν think or hope fully that... Hdt.1.31, 4.135, cf. Pi.P.2.82, Epich.99.3, Epic.Alex.Adesp.8.3, Eus. Mynd.Fr.63.—Rare in Trag., once in A., Th.641 (trim.); also once in Ar., Ra.1531 (hexam.): in late Prose, App.BC2.2, Syr.24.

German (Pape)

[Seite 437] ion. u. poet. = πάνυ, ganz und gar, gänzlich, durchaus; Il. 5, 24 u. öfter; verstärkt durch μάλα, 14, 143 Od. 17, 217, πάγχυ μάλα, Il. 12, 165 Od. 14, 367; πάγχυ λίην, 4, 825; ἐπὶ πάγχυ, Hes. O. 266; Pind. P. 2, 82; Aesch. Spt. 623; Ar. Ran. 1531. In Prosa, Her. δοκεῖν, ἐλπίζειν, 1, 31. 3, 157 u. Sp., wie App. Syr. 24 Civ. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait.
Étymologie: πᾶν, χέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάγχυ [πᾶς, χέω?] zelden Att.; adv., geheel en al, in elk opzicht.

Russian (Dvoretsky)

πάγχῠ: adv. вполне, совсем, полностью, целиком: μάλα π. и π. μάλα, π. λίην Hom. и ἄγαν π. Pind. чрезвычайно, в высшей степени.

Greek (Liddell-Scott)

πάγχῠ: Ἐπίρρ. (πᾶς, πᾶν) Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀντὶ πάνυ, ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς· ἐπιτεταμέν., μάλα πάγχυ Ἰλ. Ξ. 143· Πίνδ. Π. 2. 150· ἐν Ἰλ. Κ. 99, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 262 (ἐπὶ πάγχυ λάθωνται, ἐπὶ π. λαθέσθαι) ἡ ἐπὶ ἀνήκει εἰς τὸ ῥῆμα· πάγχυ δοκέειν ἢ ἐλπίζειν .. Ἡρόδ. 1. 31., 1. 135, κτλ.― Σπανιώτατον παρ’ Ἀττικ. ποιηταῖς, ἐν χρήσει ἅπαξ (ἐν τριμέτρῳ ἰαμβ.) παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 641· καὶ ἅπαξ (ἐν ἡρωϊκῷ στίχῳ) παρ’ Ἀριστοφ. Βατρ. 1531.

English (Autenrieth)

altogether, entirely; w. μάλα, λίην, Il. 14.143, ξ 3, Od. 4.825.

English (Slater)

πάγχῠ completely ἄταν πάγχυ διαπλέκει (P. 2.82)

Greek Monolingual

πάγχυ (Α)
επίρρ. (επικ., ιων. και αιολ. τ. του πάνυ) παντελώς, εντελώς, εξ ολοκλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάγχυ έχει προέλθει κατά μία άποψη από συμφυρμό ενός αμάρτυρου τ. πάγ-χι (< παν-, βλ. λ. πας + μόριο -χι, πρβλ. ᾗχι, ναί-χι) και του ληκτικού του πάνυ, παρ' ότι το πάνυ δεν χρησιμοποιείται στον Όμηρο. Κατ' άλλους, το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το πάν ἀγχύ (αρχ. ινδ. amhu-, πρβλ. άγχω). Κατ' άλλους, τέλος, το επίρρ. πάγχυ έχει σχηματιστεί ή με ανομοιωτική αποβολή του -ν- από αμάρτυρο πάγχνυ (πρβλ. πρόχνυ) ή έχει ως β' συνθετικό -χυ από το θ. του χέω].

Greek Monotonic

πάγχῠ: επίρρ. (πᾶς, πᾶν), = πάνυ, εντελώς, ολοκληρωτικά, παντελώς, πλήρως, σε Όμηρ., Πίνδ.· πάγχυ δοκέειν ή ἐλπίζειν, σκέφτομαι ή ελπίζω πάρα πολύ, σε Ηρόδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: Adv. = πάνυ.
Meaning: altogether (Il., Sapph., Hdt.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: To πᾶν with unclear ending. Mostly with Osthoff MU 4, 253 f. considered as transformation of *πάγ-χι (as ἧ-χι) a.o. after πάν-υ. Against this Lagercrantz GHÅ 1925: 3, 137 f. and Schwyzer 624 n. 8 with other hypotheses: haplolog fom *πὰν ἀγχύ (Lagercrantz; to Skt. aṃhú- narrow; s. ἄγχω, ἄγχι); dissimilation from *πάγχνυ after πρόχνυ or to χέω (Schwyzer). Thesleff Intensification 144 f., with further details, gives no solution. Meier-Brügger HS 107 (1994)87f. assumes an old compound with *kʰu-t- of χέω, so completely poured.

Middle Liddell

[πᾶς, πᾶν]
= πάνυ quite, wholly, entirely, altogether, Hom., Pind.; πάγχυ δοκέειν or ἐλπίζειν to think or hope fully, Hdt.

Frisk Etymology German

πάγχυ: {págkhu}
Grammar: Adv. = πάνυ,
Meaning: ganz und gar (ep. poet. seit Il., Sapph., Hdt.).
Etymology: Zu πᾶν mit unklarem Ausgang. Gewöhnlich mit Osthoff MU 4, 253 f. als Umbildung von *πάγχι (wie ἧχι u.a. nach πάνυ betrachtet. Dagegen Lagercrantz GHÅ 1925: 3, 137 f. und Schwyzer 624 A. 8 mit anderen Hypothessen: Haplologie aus *πὰν ἀγχύ (Lagercrantz; zu aind. aṃhú- eng; s. ἄγχω, ἄγχι); Dissimilation aus *πάγχνυ nach πρόχνυ oder zu χέω (Schwyzer mit?). Thesleff Intensification 144 f., wo weitere Einzelheiten, läßt die Frage unentschieden.
Page 2,460