παράορος

Revision as of 19:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. παρήορος. παραός· ἀετός (Maced.), Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

παράορος: ἴδε ἐν λ. παρήορος. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράορος· σειραφόρος».

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήορος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. παρήορος.

Greek Monotonic

παράορος: Δωρ. αντί παρ-ήορος.

Russian (Dvoretsky)

παράορος: дор. = παρήορος I.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράορος Dor. voor παρήορος.