[δῐ], εως, ἡ, A = παλίωξις, App.Pun.46, D.C.74.6.
[Seite 450] ἡ, = παλίωξις, App. Pun. 46.
πᾰλινδίωξις: ἡ, = παλίωξις, Ἀππ. Καρχηδον. 46, πρβλ. Μιθρ. 49.
παλινδίωξις, ἡ (Α)παλίωξις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δίωξις.