δίωξις
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, (διώκω)
A chase, pursuit, especially of soldiers or ships, Th.3.33, etc.; δ. ποιεῖσθαι Id.8.102.
2 pursuit of an object, τοῦ ὅλου Pl.Smp. 192e; opp. φυγή, Arist.EN1139a22, Epicur.Sent.25; δ. τῶν καλῶν Plu.2.550e.
II as law-term, prosecution, δίωξιν εἶναι κατὰ τῶν ἐλεγχθέντων IG12.10.10; δ. ποιεῖσθαι Antipho6.7, cf. D.45.50; δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Grafía: graf. δίοχσ- IG 13.14.11 (V a.C.)
I 1persecución ὁ Ἀλκίδας ... δεδιὼς τὴν δίωξιν Th.3.33, δίωξιν ποιεῖσθαι Th.8.102, Aen.Tact.16.11, ἐν ταύτῃ τῇ διώξει ... ἀπέθανον πολλοί X.An.3.4.5, cf. Luc.VH 1.18, I.BI 1.367, δίωξιν ἐπέσχεν Paus.4.16.8, D.C.Epit.8.3.12, cf. Philostr.VA 2.15, Longus 1.26.1, Hld.4.21.3
•fig. c. gen. de abstr. τοῦ ὄλου Pl.Smp.192e, τῶν καλῶν Plu.2.550e.
2 impulso, apetencia op. φυγή como tendencia del ser vivo, Arist.EN 1139a22, Epicur.Sent.[5] 25, D.S.3.51.4, τῷ δὲ ψυχὴν ἔχοντι ἡ ἔφεσις τὴν δίωξιν ἐργάζεται Plot.6.7.26
•c. gen. obj. δ. τινός γε ἄλλου Diog.Oen.70.1.13.
II jur. acusación, denuncia δίοχσιν δ' ɛ̄ναι κατὰ τōν ἐλεγχθέντον IG l.c., δίωξιν δ' ɛ̄ναι τῷ βολομένῳ IEryth.2A.5 (V a.C.), τὴν δίωξιν ... ποιεῖσθαι Antipho 6.7, cf. Aeschin.1.154, ὑπὲρ ὧν ἂν ἡ δ. ᾖ D.45.50, δ. τῶν ἀδικούντων Plu.Per.10.
German (Pape)
[Seite 649] ἡ, das Verfolgen, Nachsetzen; Thuc. 3, 97; δίωξιν ποιεῖσθαι 8, 102; dah. – a) das Trachten wonach, neben ἐπιθυμία, Plat. Conv. 192 e; Gegensatz φυγή Arist. eth. 6, 2; Plut. öfter. – b) das Anklagen; Dem. 47, 70; sowohl τῶν ἀδικούντων, der Uebelthäter, Plut. Pericl. 10, als τῆς κλοπῆς, des Diebstahls, ibd. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.
Russian (Dvoretsky)
δίωξις: εως ἡ
1 преследование, погоня (δίωξιν ποιεῖσθαι Thuc.; δ. Ἓκτορος Arst.): πεμφθέντες ἐπὶ τὴν δίωξιν Plut. посланные в погоню;
2 тяготение, влечение, стремление (ἐπιθυμία καὶ δ. τινος Plat.; ἐν ὀρέξει δ. καὶ φυγή Arst.; τῶν καλῶν καὶ ἀγαθῶν Plut.);
3 судебное преследование, обвинение (τῶν ἀδικούντων и τῆς κλοπῆς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δίωξις: -εως, ἡ, (διώκω) κυνήγιον, καταδίωξις, ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν ἢ νεῶν, Θουκ. 3. 33, κτλ.· δ. ποιεῖσθαι αὐτόθι 8. 102. 2) ἐπιδίωξις ἀντικειμένου ἢ σκοποῦ τινος, συνδυαζόμενον μετὰ τοῦ ἐπιθυμία, Πλάτ. Συμπ. 192Ε· ἀντίθ. φυγή, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 2, 2· δ. τῶν καλῶν Πλούτ. 2. 550Ε. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταδίωξις, καταγγελία, δ. ποιεῖσθαι Ἀντιφῶν 142. 8, Δημ. 1116 ἐν τέλ.· δ. τῶν ἀδικούντων Πλούτ. Περικλ. 10.
Greek Monotonic
δίωξις: -εως, ἡ (διώκω),·
I. 1. κυνήγι, καταδίωξη, λέγεται για πρόσωπα, σε Θουκ.
2. επιδίωξη ενός σκοπού, σε Πλάτ.
II. ως δικανικός όρος, κατηγορία, καταγγελία, σε Δημ. κ.λπ.
Middle Liddell
δίωξις, εως n διώκω
I. chase, pursuit, of persons, Thuc.
2. pursuit of an object, Plat.
II. as law-term, prosecution, Dem., etc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
persecutio, pursuit, persecution, 1.49.6, 1.63.1, 1.134.1, 3.33.1. 3.97.3, 4.44.2, 5.10.12, 7.34.6, 8.16.3. 8.103.3.
persequi, to pursue, 3.33.3, 5.73.4, 8.102.2, [ubi where ποιούμενοι passive est intelligendum, nisi locus corruptus est; cf. Popp. adn. it must be understood passively, unless the passage is corrupt; compare Poppo's note].
Translations
persecution
Arabic: اِضْطِهَاد; Armenian: հալածանք; Bourguignon: porsécucion; Bulgarian: преследване, гонение; Catalan: persecució; Chinese Mandarin: 迫害; Czech: perzekuce; Danish: forfølgelse; Dutch: vervolging; Esperanto: persekutado; Finnish: vainoaminen, vaino, sorto; French: persécution; Georgian: დევნა; German: Verfolgung, Schikane, Drangsalierung, Plage, Belästigung; Gothic: 𐍅𐍂𐌴𐌺𐌴𐌹, 𐍅𐍂𐌰𐌺𐌰; Greek: καταδίωξη, δίωξη; Ancient Greek: διωγμός, διωχμός, δίωξις, διωκτύς; Hebrew: רדיפה; Hungarian: üldözés, üldöztetés; Irish: géarleanúint; Italian: persecuzione; Japanese: 迫害; Korean: 박해(迫害); Kurdish Central Kurdish: چەوساندنەوە; Ladino: afrision, afriisyon; Luxembourgish: Verfollegung; Norwegian Bokmål: forfølgelse; Old English: ēhtnes; Persian: آزار; Plautdietsch: Forcht; Polish: prześladowanie; Portuguese: perseguição; Romanian: persecutare; Russian: преследование, гонение, травля, нападки; Serbo-Croatian: progon, proganjanje; Spanish: persecución, cacería, prosecución; Swedish: förföljelse; Turkish: zulüm; Vietnamese: sự khủng bố; Yiddish: פֿאַרפֿאָלגונג, רדיפֿה