παρασπόνδησις

Revision as of 19:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A breaking of faith, Plb.2.7.5 ; πρός τινα Str.7.1.4 ; εἴς τινα App.BC2.110.

German (Pape)

[Seite 499] ἡ, das Verletzen, Brechen eines Bündnisses, Pol. 2, 7, 5. 9, 30, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπόνδησις: ἡ, παράβασις τῶν σπονδῶν, τῆς συνθήκης, Πολύβ. 2. 7, 5, κτλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de violer la foi jurée.
Étymologie: παρασπονδέω.

Greek Monotonic

παρασπόνδησις: ἡ, παραβίαση σπονδών, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

παρασπόνδησις: εως ἡ Polyb. = παρασπόνδημα.

Middle Liddell

παρασπόνδησις, εως,
a breaking of faith, Polyb. [from παράσπονδος