παρασπόνδημα

English (LSJ)

-ατος, τό, breach of faith, IG7.411 (Orop.), Plb.2.58.4, Plu.Caes.22, App.Gall. 18.

German (Pape)

[Seite 499] τό, bundbrüchige Handlung; Pol. 2, 58, 4 u. öfter; Plut. Caes. 22.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
violation de la foi jurée.
Étymologie: παρασπονδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρασπόνδημα -ατος, τό [παρασπονδέω] verdragbreuk.

Russian (Dvoretsky)

παρασπόνδημα: ατος τό нарушение договорного обязательства, вероломство Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρασπόνδημα: τό, παράβασις ὀφειλομένης πίστεως, Πολύβ. 2. 58, 4, κτλ.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, Α παρασπονδώ
παράβαση οφειλόμενης πίστης, απιστία.

Greek Monotonic

παρασπόνδημα: -ατος, τό, παραβίαση εμπιστοσύνης, σε Πολύβ.

Middle Liddell

παρασπόνδημα, ατος, τό, [from παράσπονδος
a breach of faith, Polyb.