παρασφήνιον

Revision as of 19:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A side-block for wedging, IG11(2).159 A 38 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.759 (iii B.C.).

Greek (Liddell-Scott)

παρασφήνιον: τό, τὸ παρὰ τὸν σφῆνα τιθέμενον, Ἐπιγραφ. Δήλου a, 297, a. C. Michel 594, 88 (πρβλ. 98).

Greek Monolingual

τὸ, Α
μικρή σφήνα που τοποθετείται δίπλα στην κύρια σφήνα για να την στηρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σφήνα + κατάλ. -ιον].