παρασφύριος
English (LSJ)
[ῠ], ον<, A beside, near the ankles, Opp.H.3.307.
German (Pape)
[Seite 501] neben, an den Knöcheln, τένοντες, Opp. Hal. 3, 307.
Greek (Liddell-Scott)
παρασφύριος: -ον, ὁ παρὰ τὰ σφυρά, παρασφύριοι τένοντες Ὀππ. Ἁλ. 3. 307.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται παρά τα σφυρά («παρασφύριοι τένοντες», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + σφῦρα + επίθημα -ιος].