παρεκλύω

Revision as of 19:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A relieve from, τοῦ ἐπισπασμοῦ Sor.2.11. 2 Pass., to be cut off from, unreceptive of, πρὸς ἅπαντα δι' ὧν ἄμεινον βιώσονται Phld.Herc.1251.18.

Greek Monolingual

Α
1. ανακουφίζω από κάτι («παρεκλύειν τοῦ ἐπισπασμοῡ», Σωρ.)
2. παθ. παρεκλύομαι
απορρίπτομαι ως απαράδεκτος, αποκλείομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐκλύω «απελευθερώνω, απολυτρώνω»].