ανακουφίζω

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361

Greek Monolingual

ἀνακουφίζω)
1. λιγοστεύω το βάρος κάποιου πράγματος, ελαφρώνω, ξαλαφρώνω
2. σηκώνω, ανασηκώνω
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ελαφρώνω κάποιον από τα βάρη του, τις υποχρεώσεις ή τις οικονομικές δυσχέρειες, συντρέχω, βοηθώ, ενισχύω
2. απαλλάσσω κάποιον από σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, καταπραΰνω
ΙΙ. μέσ.
1. απαλλάσσομαι από τα βάρη μου, ξαλαφρώνω
2. αποπατώ
αρχ.
1. αισθάνομαι ότι γίνομαι ελαφρότερος, αλαφρώνω
2. αναπτερώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κουφίζω «αισθάνομαι ανακούφιση, ξαλάφρωμα».
ΠΑΡ. ανακούφισις(-η), ανακούφισμα
νεοελλ.
ανακουφισμός, ανακουφιστήριο, ανακουφιστής, ανακουφιστικός].