ίδος, fem. of πελεκητής, ἀξίνη π., = Lat. A dolabra, Gloss.
-ίδος, ἡ, Α1. θηλ. του πελεκητής2. φρ. «ἀξίνη πελεκητρίς» — σκεπαρνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πελεκῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. αυλη-τρίς)].