πεπονημένως

Revision as of 19:54, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass., A elaborately, Ael.NA in epilogo. 2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.

German (Pape)

[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. με φροντίδα και με προσοχή
2. με μόχθο και κόπο, κουραστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπονημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του πονῶ].