ον, A very talkative, Suid.s.v.κομψόν.
[Seite 581] sehr schwatzhaft, Schol. Ar. Av. 195.
περίλαλος: -ον, ὁ σφόδρα λάλος, Σουΐδ. εν λ. κομψόν.
-ον, Α περιλαλώο υπερβολικά λάλος, πολύ φλύαρος, πολυλογάς.