περιάργυρος

Revision as of 19:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A set in silver, κίονες Chares 4 J., cf. LXXEp.Je.8; ὅπλα App.BC1.106.

German (Pape)

[Seite 569] umsilbert, κανόνες, Ath. XII, 538 d.

Greek (Liddell-Scott)

περιάργῠρος: -ον, περιηργυρωμένος, Χάρης παρ’ Ἀθην. 538D.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει επενδυθεί με πλάκες αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄργυρος (πρβλ. επ-άργυρος)].