ἄργυρος
English (LSJ)
ὁ, (ἀργός A)
A white metal, i.e. silver, ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857; so πηγὴ ἀργύρου A.Pers.238, etc.; ἄργυρος κοῖλος = silver plate, Theopomp.Hist.283a, Arist.Oec.1350b23, etc.
2 ἄργυρος χυτός = quicksilver, Id.de An.406b19, Mete.385b4, Thphr. De Lapidibus 60.
II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp.935; ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς S.Ant.322; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.
III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.
Spanish (DGE)
(ἄργῠρος) -ου, ὁ
• Morfología: [chipr. gen. sg. ἀργύρων IChS 217.6 (Idalion V a.C.), ἀργύρω IChS 217.5 (Idalion V a.C.); panf. ἀργύρυ IPamph.17.4 (Aspendos III a.C.), 18.5 (Aspendos II a.C.)]
I mineral.
1 plata como metal ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857, ἀργύρου πηγή A.Pers.238, γηγενέταν ἄργυρον Tim.25, περὶ ἀργύρου tít. de una obra de Democr.B 300.16, 17, ἄργυρος καθαρός Plb.34.9.11, Poll.3.87, ἄργυρος πεπυρωμένος LXX Pr.10.20, cf. 17.3, Ez.22.20, οὐ μόλιβδον ἂν συνεπιμίξαις ἀργύρῳ Aristaenet.1.10.95
•en objetos o como signo externo de valor y riqueza κοῖλος ἄργυρος = plata repujada Theopomp.Hist.263, Arist.Oec.1350b23, ἀργύρου ἀναθήματα Hdt.1.14, ἀργύρω τάλαντον IChS ll.cc., (λοβάς) ἀργύρου ἐποιήθη D.C.65.3.3, τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῦ τείχεος Hdt.7.107, gener. junto a χρυσός: χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δαπάνῃ Th.1.129, cf. 6.34, Plb.9.10.11, Eu.Matt.10.9, Act.Ap.17.29, Alciphr.4.18.12, Nonn.D.4.109, Philostr.VS 589
•plata como patrón monetario χαλκοῦ πρὸς ἄργυρον δραχμαί BGU 992.2.10 (II a.C.)
•en el pago de tributos POxy.3577.7 (IV d.C.).
2 ἄργυρος χυτός = mercurio, Arist.de An.406b19, Thphr.Lap.60.
II 1dinero τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρον λαβῇ ἔλυσεν A.Supp.935, ἐπ' ἀργύρῳ por dinero S.Ant.322, ξὺν ἀργύρῳ con intervención de dinero S.OT 124.
2 estatera Hsch.
III bot. mercurial anual, Mercurialis annua L., Ps.Dsc.4.189.
• Diccionario Micénico: a-ku-ro.
• Etimología: De la raíz *H2erg- ‘blanco’, ‘brillante’. Quizá adj. en -ρό- a partir de *ἀργύς, cf. ai. árjuna- ‘blanco’, lat. argutus y c. otro tema lat. argentum.
German (Pape)
[Seite 347] (eigtl. das weiß strahlende, vgl. ἀργός), ὁ, 1) Silber, von Hom. an überall; im Gegensatz von ἀργύριον, ungeprägtes, unbearbeitetes; ἄργυρος χυτός, Quecksilber; ἄργυρος κοῖλος, Silbergerät. – 2) Geld, Vermögen, bes. bei Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 argent métal;
2 argent monnayé.
Étymologie: R. Ἀργ, être blanc.
English (Strong)
from argos (shining); silver (the metal, in the articles or coin): silver.
English (Thayer)
ἀργύρου, ὁ (ἀργός shining) (from Homer down), silver: T Tr WH ἀργύριον) (reference is made to the silver with which the columns of noble buildings were covered and the rafters adorned); by metonymy, things made of silver, silver-work, vessels, images of the gods, etc.: silver coin: Matthew 10:9.
Greek Monolingual
ο (AM ἄργυρος)
λευκό πολύτιμο μέταλλο, ασήμι
αρχ.
1. αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα
2. «ἄργυρος χυτός» — υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άργυρος έχει άμεση αντιστοιχία με το μεσσαπικό argorian και argora -pandes. Προέρχεται από αρχικό θέμα αργ- (πρβλ. αργός Ι) παρεκτεταμένο με το φωνήεν υ- (u-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (πρβλ. άργυφος, αρχ. ινδ. arjuna - «άσπρος, φωτεινός», λατ. argūtus «οξύς», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό θέμα σε -nt (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος, αργύριον», κελτικό -γαλατικό arganto, στον τ. Argantomagus) αβεστ. әrәzatam, σανσκρ. rajatam και πιθ. αρμ. arcat «σίδερο». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το χρήμα αλλά το φωτεινό λευκό μέταλλο σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν άλλη λέξη, άγνωστο όμως από πού (γερμ. Silber, λιθ. sidābras, αρχ. σλαβ. sbrebro). Η μορφολογική αυτή ποικιλία του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η χρήση του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν προφανώς γνωστή, όχι όμως ακόμη βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «ασήμι», ενώ άπαξ μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η χρήση της σπανίζει ως χαρακτηρισμός του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. είναι αρσενικού γένους, πράγμα που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.
ΠΑΡ. αργύριο(ν), αργυρίτις, η κ. αργυρίτης (ο), αργυρός (-ούς), αργυρώδης, αργυρώνω (-όω, ώ)
αρχ.
αργύρειος, αργύρεος, αργυρεύω, αργυρίς
αρχ.-μσν.
αργυρίζω
νεοελλ.
αργυρένιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αργυρ(ο)-: αργυραμοιβός, αργυρομιγής, αργυροφεγγής, αργυροχόος, αργυρώνητος, αργυρωρυχείο, αργυρόθρονος, αργυρολόγος
αρχ.
αργυράγχη, αργυράσπιδες, αργυρένδετος, αργυρήλατος, αργυρογνώμων, αργυροδέκτης, αργυροδίνης, αργυρόδουλος, αργυροειδής, αργυρόηλος, αργυροκόπος, αργυρόκυκλος, αργυρόπεζα, αργυρόπους, αργυρόρριζος, αργυρόρρυτος, αργυροστερής, αργυροταμίας, αργυρότευκτος, αργυρότοιχος, αργυρότοξος, αργυροτρώκτης, αργυροφάλαρος, αργυροχάλινος
αρχ.-μσν.
αργυρολαμπής, αργυροπράτης
μσν.
αργυρόβιος, αργυρολίβανος, αργυροσάλπιγξ, αργυρόχροος
μσν.- νεοελλ.
αργυροκέντητος, αργυρόχρυσος
νεοελλ.
αργυρογλυπτική, αργυρόηχος, αργυροποίκιλτος, αργυροΰφαντος, αργυρούχος
(β' συνθετικό) -άργυρος: ανάργυρος, επάργυρος, κατάργυρος, φιλάργυρος, λιθάργυρος, ψευδάργυρος, υδράργυρος, χρυσάργυρος, ολ(ο)άργυρος
αρχ.
ισάργυρος, πανάργυρος, πολυάργυρος, περιάργυρος, λαβάργυρος
αρχ.-μσν.
υπάργυρος].
-ή, -ό (AM ἀργυροῦς, -ᾶ, -οῦν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].
Greek Monotonic
ἄργῠρος: ὁ (ἀργός = λευκός)·
I. λευκό μέταλλο, δηλ. ασήμι, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. χρήματα σε αργυρά νομίσματα, τα χρήματα όπως το ἀργύριον, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἄργῠρος: ὁ
1 серебро Hom., Her., Trag. etc.; ἄργυρος χυτός Arst. ртуть;
2 деньги (в частности серебряные) Aesch., Soph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: silver (Il.).
Dialectal forms: Myc. akuro /arguros/.
Compounds: As first member, e.g. ἀργυρό-πεζα (Il.), of Thetis etc. (acc. to Pisani Rev. ét. anc. 37, 145ff. with a foot of siver like Celt. Ἀργεντόκοξος.
Origin: IE [Indo-European] [64[ *h₂erg̀- white
Etymology: ἄργυρος from an u-stem, seen in ἄργυφος (q.v.) and in Skt. árju-na- white, light, Lat. argū-tus etc.; cf. also Messap. argorian (: ἀργύριον), Krahe Sprache 1, 39. Other languages have an n-stem, Lat. argentum, Av. ǝrǝzatǝm and Skt. rajatám < *h₂rǵn-to-, Gaul. arganto-(magus) (difficult Arm. arcat (like erkat iron)). On silver s. EIEC.
Middle Liddell
ἀργός white]
I. white metal, i. e. silver, Hom., etc.
II. silver-money, money, like ἀργύριον, Soph.
Frisk Etymology German
ἄργυρος: {árguros}
Grammar: m.
Meaning: Silber (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀργύρεος, ἀργυροῦς silbern (seit Il.), ἀργύρειος ib. (att.), ἀργυρώδης reich an Silber (X.). — ἀργύριον ‘Silber(münze), Geld' (ion. att.; zur Bildung Chantraine Formation 58) mit ἀργυρικός Geld betreffend (hell. u. spät). Deminutivbildung, meistens verächtlich, ἀργυρίδιον (Kom, Isok. u. a.). — Ferner ἀργυρίς silbernes Gefäß (Pi., Pherekr. usw.), ἀργυρίτης, f. -ῖτις Silber enthaltend, als Pflanzenname "Silberkraut" (Strömberg Pflanzennamen 26), auch Geld betreffend (X., Plb. usw.), ἀργύριος m. Pflanzenname (H.), auch äol. = ἀργύρεος (Alkm.), ἀργυρωταί pl. N. einer Behörde in Sillyon, vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 170. — Denominative Verba: 1. ἀργυρόομαι, -όω ‘mit Silber bedeckt od. versehen werden’, bzw. versilbern (Pi., Dialex. usw.) mit dem Verbalnomen ἀργύρωμα Silbergeschirr (Lys., Antiph. usw.; kann auch direkt von ἄργυρος gebildet sein), wovon das Deminutivum ἀργυρωμάτιον (Arr.) und das Adj. ἀργυρωματικός (Ephesos). 2. ἀργυρίζομαι Geld erpressen (Din., J. usw.) mit ἀργυρισμός (Str., Ph. usw.). 3. ἀργυρεύω nach Silber graben (D. S., Str.); unabhängig davon (wohl nach χαλκευτική, vgl. Chantraine Formation 396) ἀργυρευτική f. (sc. τέχνη) Silberschmiedekunst (Eustr.). — Öfter als Vorderglied, z. B. ἀργυρόπεζα (Il. usw.), von Thetis u. a., nach Pisani Rev. ét. anc. 37, 145ff. mit einem Fuß von Silber wie kelt. Ἀργεντόκοξος.
Etymology: ἄργυρος hat eine unmittelbare Entsprechung in messap. argorian (: ἀργύριον) und argora-pandes (aus *arĝuro-pondios? Krahe Sprache 1, 39; s. außerdem Mayer Glotta 24, 192 gegen Ribezzo, der Entlehnung aus dem Griechischen annimmt). Es geht zunächst von demselben u-Stamm aus, der in ἄργυφος (s. d.) und weiterhin in aind. árju-na- weiß, licht, lat. argū-tus usw. vorliegt (dagegen kaum in toch. B ārkwi, s. Pedersen Tocharisch 109, und noch weniger mit Specht Ursprung 114 in ārc-une mit suffixalem -une). Andere Sprachen haben dafür einen n-Stamm, der in lat. argentum klar hervortritt und mit Recht auch in aw. ərəzatəm und aind. rajatám angenommen wird (Vermutungen über den Wechsel bei Specht a. a. O., der aber in seinen Kombinationen weit über das Beweisbare und Wahrscheinliche hinausgeht); wieder anders arm. arcat‘ (wie erkat‘ Eisen). — Die formale Variation läßt vermuten, daß der Gebrauch des Silbers bei den Indogermanen jedenfalls wenig eingebürgert war, schließt aber dessen Kenntnis nicht aus. Das Germanische, Baltische und Slavische haben ein anderes Wort irgendwoher entlehnt (Silber, lit. sidãbras, aksl. sьrebro usw.). Vgl. Schrader-Nehring Reallex. 2, 394, Ipsen Stand und Aufgaben 228.
Page 1,133-134
Chinese
原文音譯:¥rguroj 阿而句羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:銀
字義溯源:銀;源自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(5);太(1);徒(1);林前(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 銀(4) 太10:9; 徒17:29; 林前3:12; 啓18:12;
2) 銀子(1) 雅5:3
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=λευκό μέταλλο, ἀσήμι). Ἀπό ρίζα αργ- τοῦ ἀργός (=λευκός) ἀπό ὅπου καί τά ἑξῆς: ἀργής (=λαμπρός), ἀργήεις (=λευκός), ἀργυνόεις (=λαμπρός), ἀργεννός (=λευκός), ἀργύγεος (=λαμπρός σάν ἀσήμι), ἄργιλλος (=λευκό χῶμα).
Léxico de magia
ὁ plata para introducir en una figurilla ἔνθες εἰς τὴν κοιλίαν (τοῦ ἱπποποτάμου) καὶ χρυσὸν καὶ ἄργυρον introduce en el estómago del hipopótamo oro y plata P XIII 311 para llevar un amuleto τὴν δὲ μύλην τοῦ ὄνου δήσας ἀργύρῳ ... περίεχε ἀεί ata el diente de asno con plata y llévalos siempre P XIa 38
Lexicon Thucydideum
argentum, silver, 1.129.3, 2.97.3, 2.97.36.34.2.
Translations
money
Abkhaz: аԥара; Adyghe: ахъщ; Afrikaans: geld; Ahom: 𑜂𑜢𑜤𑜃𑜫; Ainu: イチェン; Albanian: haromë, para; Alviri-Vidari: پول; Ambonese Malay: kepeng; Amharic: ገንዘብ; Apache Jicarilla: zháal; Arabic: نُقُود, مَال, فُلُوس; Egyptian Arabic: فلوس; Gulf Arabic: بيزات; Hijazi Arabic: فُلُوس; Iraqi Arabic: فلوس; Lebanese Arabic: مصاري; Moroccan Arabic: فلوس; Aragonese: diners; Aramaic Hebrew: כספא; Syriac: ܟܣܦܐ; Armenian: փող, դրամ; Assamese: টকা, টকা-পইচা; Asturian: dineru; Avar: гӏарац; Azerbaijani: pul; Bakhtiari: پیل; Balinese: pipis, jinah; Baluchi: پیسہ, زر; Bashkir: аҡса; Basque: diru; Belarusian: грошы; Bengali: অর্থ, টাকা; Betawi: duit; Bikol Central: kwarta; Bouyei: nganz; Breton: arc'hant; Bulgarian: пари; Burmese: ပိုက်ဆံ, ငွေ, ငွေကြေး, ကြေးငွေ; Catalan: diners; Cebuano: kwarta; Chamicuro: kuliki; Chamorro: salape; Chechen: ахча; Cherokee: ᎠᏕᎳ; Chichewa: ndalama; Chickasaw: ta'osso; Chinese Cantonese: 錢, 钱; Dungan: чян; Gan: 錢, 钱; Hakka: 錢, 钱; Jin: 錢, 钱; Mandarin: 錢, 钱, 金錢, 金钱, 貨幣, 货币; Min Bei: 錢, 钱; Min Dong: 錢, 钱; Min Nan: 錢, 钱; Wu: 鈔票, 钞票, 銅鈿, 铜钿, 洋鈿, 洋钿; Xiang: 錢, 钱; Chuvash: укҫа; Cornish: arhans, mona; Crimean Tatar: aqça, para; Czech: peníze; Danish: betalingsmiddel, penge; Dhivehi: ފައިސާ; Dongxiang: baer; Dutch: geld; Erzya: ярмакт, ярмак; Esperanto: mono; Estonian: raha; Finnish: raha, massi, tuohi, hillo, pätäkkä, fyffe, fyrkka, fygy, hynä, paalu, kahiseva, kyhny, louvo, nappula; French: argent; Fula Adlam: 𞤳𞤢𞥄𞤤𞤭𞤧𞤭; Latin: kaalisi; Gagauz: para; Galician: diñeiro, cartos; Georgian: ფული; German: Geld; Gothic: 𐍃𐌺𐌰𐍄𐍄𐍃; Greek: χρήματα, χρήμα, λεφτά; Ancient Greek: χρήματα; Guaraní: pirapire; Gujarati: પૈસો; Gurani: پووڵ; Haitian Creole: lajan; Hausa: kuɗi; Hawaiian: kālā; Hebrew: כֶּסֶף; Hindi: पैसा, धन, माल; Hungarian: pénz, fizetőeszköz; Hunsrik: Geld; Icelandic: peningur, fé; Ido: pekunio; Indonesian: uang, duit, fulus; Interlingua: moneta; Irish: airgead; Italian: denaro, soldi, moneta, sverza, palanca; Japanese: お金, 金, 貨幣, 金銭, マネー; Javanese Carakan: ꦣꦸꦮꦶꦠ꧀, ꦪꦠꦿ; Roman: dhuwit, yatra; Kalmyk: мөңгн; Kambera: ndui; Kannada: ಹಣ, ದುಡ್ಡು; Karachay-Balkar: ахча; Karelian: jengat; Kazakh: ақша, пұл; Kenyang: nkáp; Khakas: ахча; Khmer: ប្រាក់, លុយ; Korean: 돈, 금전(金錢), 화폐(貨幣); Kumyk: акъча; Kurdish Central Kurdish: پارە, پووڵ; Northern Kurdish: pare, dirav, pere; Kyrgyz: акча, пул; Ladin: muneida, munëida; Ladino Hebrew: פאראס; Latin: paras; Laboya: ammaha; Lao: ເງິນ; Latgalian: nauda; Latin: pecunia; Latvian: nauda; Lezgi: пул; Lithuanian: pinigai; Livonian: rǭ'; Luxembourgish: Geld; Lü: ᦇᦹᧃ; Macedonian: пари; Malay: wang, duit; Malayalam: പണം; Maltese: flus; Manchu: ᠵᡳᡥᠠ; Manx: argid; Marathi: पैसा; Maricopa: shyaal; Middle English: money; Moksha: ярмак, ярмакт; Mongolian: мөнгө; Mòcheno: gèlt; Navajo: béeso; Neapolitan: sordi; Nepali: मुद्रा; Norwegian Bokmål: penger; Occitan: argent, moneda, sòus; Old Church Slavonic Cyrillic: пѣнѧѕь; Glagolitic: ⱂⱑⱀⱔⰷⱐ; Old East Slavic: пѣнязь; Old English: feoh; Old Irish: argat; Oriya: ପଇସା; Oromo: qarshii; Ossetian: ӕхца; Pashto: پيسې; Pela: ŋø⁵⁵; Persian: پول, پیسه; Pitcairn-Norfolk: mani; Polish: pieniądze inan, pieniądz inan, grosiwo, siano, kapucha, forsa, szmal, sałata, hajs, kabona, flota; Portuguese: dinheiro; Punjabi: ਪੈਸਾ; Quechua: qullqi, q'illay; Romani: love; Romanian: ban; Romansch: munaida, muneida; Russian: деньги, бабки, башли, бабло, бабосы, баблосы, лавэ, денежки, деньжата, пенязь; Rusyn: гроші; Rwanda-Rundi: amafaranga, amahera; Sanskrit: धन, अर्थ; Santali: ᱠᱟᱹᱣᱰᱤ; Scottish Gaelic: airgead, airgiod; Serbo-Croatian Cyrillic: но̀вац, паре, пје̏не̄з, пјѐнез; Roman: nòvac, pare, pjȅnēz, pjènez; Shan: ငိုၼ်; Shor: ақча; Sicilian: dinaru, munita, picciuli; Sinhalese: මුදල්; Slovak: peniaze; Slovene: denar; Somali: lacag; Sorbian Lower Sorbian: pjenjeze; Southern Altai: акча; Spanish: barra, bento, bica, billete, billulla, billullo, biyuya, biyuyo, blanca, bola, bolsa, calé, capital, cash, caudales, chala, chapa, chaucha, chavos, chema, chenchén, chimbilín, chipe, chirilica, chivo, chochosca, chucho, cobres, contante, cuartos, cuecha, cumquibus, din, dinero, duarte, efectivo, el vil metal, feria, fierro, fondos, fortuna, gallo, guano, guita, guitarra, habichuelas, hacienda, lana, luz, malanga, maní, metálico, moni, monís, morlaco, mosca, mosqueta, numerario, pachocha, paco, paloma, papa, parné, pasta, pastor, pecunia, pelas, pesetas, pesos, piscolabis, pisto, piticlín, plata, plomo, pupusa, real, redondo, sope, tabla, tarasca, tecolín, tela, tlaco, torta, tuca, tululu, tuqui, tuza, vara, varo, vento, verde, zope; Swahili: pesa, shilingi; Swedish: pengar; Sylheti: ꠐꠦꠇꠣ; Tabasaran: пул; Tagalog: salapi; Tajik: пул; Talysh: پول, پؤل; پول; Tamil: பணம்; Tatar: акча; Telugu: డబ్బు; Thai: เงิน, เงินตรา; Tibetan: དངུལ; Tigrinya: ገንዘብ; Tlingit: dáanaa; Tok Pisin: mani, moni; Turkish: para, tıngır, yeken, akçe; Turkmen: pul; Tuvan: акша; Uab Meto: noni, noên, loit, loêt; Udmurt: коньдон, уксё; Ukrainian: гроші; Urdu: مال, پیسا, دھن; Uyghur: پۇل; Uzbek: pul, aqcha; Venetian: danaro, monéda, monèa; Veps: raha, dengad; Vietnamese: tiền; Waray-Waray: kwarta; Welsh: arian; West Frisian: jild; White Hmong: nyiaj; Wolof: koppar; Yagnobi: пул; Yakut: харчы; Yapese: salpiy; Yiddish: געלט; Yoruba: owó; Zazaki: pere, pol; Zhuang: cienz, cienzngaenz, ngaenz