ατος, τό, (A περισύρω 1.2) mockery, Eust.1816.45.
[Seite 595] τό, Verspottung, Eust.
περίσυρμα: τό, (περισύρω ΙΙ) τὸ διασύρειν, Εὐστ. 1816, 45.
-ύρματος, τὸ, Μ περισύρωδιασυρμός, χλευασμός, περιγέλασμα.