Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιγέλασμα

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν περιγελώ
1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός
2. το αντικείμενο χλευασμού, της κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα του κόσμου»).