περιγέλασμα

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source

Greek Monolingual

το, Ν περιγελώ
1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός
2. το αντικείμενο χλευασμού, της κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα του κόσμου»).