περιγέλασμα
Greek Monolingual
το, Ν περιγελώ
1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός
2. το αντικείμενο χλευασμού, της κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα του κόσμου»).
το, Ν περιγελώ
1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός
2. το αντικείμενο χλευασμού, της κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα του κόσμου»).