περιπλανής

Revision as of 20:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A wandering about, Plu.2.1001e.

German (Pape)

[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.

Greek (Liddell-Scott)

περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι-πλανής].

Russian (Dvoretsky)

περιπλᾰνής: блуждающий (вокруг), странствующий Plut.