περιπλανής
English (LSJ)
ές, A wandering about, Plu.2.1001e.
German (Pape)
[Seite 587] ές, herumirrend, Plut. qu. Plat. 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
περιπλᾰνής: -ές, ὁ περιπλανώμενος, Πλούτ. 2. 1001D.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui erre de tous côtés, vagabond.
Étymologie: περιπλανάομαι.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί, ο περιπλανώμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πλανής (< πλανῶμαι) πρβλ. οδοι-πλανής].
Russian (Dvoretsky)
περιπλᾰνής: блуждающий (вокруг), странствующий Plut.