πισσήεις

Revision as of 20:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εσσα, εν, A of pitch, pitchy, Nic.Th.717, Man.4.346.

German (Pape)

[Seite 619] εσσα, εν, pechig, nach Pech riechend, schmeckend; auch = πίσσινος, Sp.; Nic. Th. 716, pechschwarz.

Greek (Liddell-Scott)

πισσήεις: εσσα, εν, ἐκ πίσσης, πλήρης πίσσης, Νικ. Θηρ. 716, Μανέθων 4. 346.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
αυτός που είναι γεμάτος πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις)].