πλακωτή

Revision as of 20:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, a form of καδμεία (cf. A πλακίτης ΙΙ), Dsc.5.74.

Greek Monolingual

ἡ, Α πλακώ
είδος ορυκτού που χρησίμευε ως φάρμακο για τα μάτια, πλακῑτις.