πολυπρεπής

Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A magnificent, πλοῦτος Philostr.VS 2.23.2.

Greek (Liddell-Scott)

πολυπρεπής: -ές, διαπρεπὴς πολύ, διακεκριμένος, Φιλόστρ. 605.

Greek Monolingual

-ές Α
πολύ διαπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο-πρεπής, μεγαλο-πρεπής].