πολύσεπτος
English (LSJ)
ον, A much-revered, ib.26.6, Porph.Chr.78.
German (Pape)
[Seite 673] viel od. hoch verehrt, Orph.. 25, 6.
Greek (Liddell-Scott)
English (Slater)
πολύσεπτος
1 greatly revered ]μοσω πολυσεπτ[ Πα. 12. a. 7.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολύ σεπτός, ο πολύ σεβάσμιος, πολυσέβαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σεπτός.