πολύρραβδος

Revision as of 21:07, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with many stripes, Arist.Fr.294.

Greek (Liddell-Scott)

πολύρραβδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥαβδώσεις, σειράς, ἀραδωτός, περὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278.

Greek Monolingual

-ον, Α
(συν. για ψάρια) αυτός που έχει πολλές ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥάβδος (πρβλ. παχύ-ρραβδος)].

Russian (Dvoretsky)

πολύρραβδος: весь в полосах, полосатый Arst.