πολύρραβδος
From LSJ
καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει → time and tide wait for no man
English (LSJ)
πολύρραβδον, with many stripes, Arist.Fr.294.
German (Pape)
mit vielen Stäben, Streifen, Arist. bei Ath. VII.305d.
Russian (Dvoretsky)
πολύρραβδος: весь в полосах, полосатый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρραβδος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰς ῥαβδώσεις, σειράς, ἀραδωτός, περὶ ἰχθύων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 278.
Greek Monolingual
-ον, Α
(συν. για ψάρια) αυτός που έχει πολλές ραβδώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥάβδος (πρβλ. παχύρραβδος)].