πολύκοσμος

Revision as of 21:09, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A much-adorned, Hsch.s.v. πολυδαίδαλον.

German (Pape)

[Seite 665] sehr geschmückt, Hesych., Erkl. von πολυδαίδαλος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκοσμος: -ον, ὁ πολὺ κεκοσμημένος, πολυποίκιλος, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυδαίδαλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πολυδαίδαλος, πολυποίκιλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κοσμος (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. εύ-κοσμος].