ποτηροθήκη

Revision as of 21:14, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A table for setting out cups, sideboard, buffet, Gloss.

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, Ort od. Tisch, worauf man Becher setzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποτηροθήκη: ἡ, τράπεζα ἐφ’ ἧς τοποθετοῦνται ποτήρια, κυλικεῖον, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
τραπέζι πάνω στο οποίο τοποθετούνται ποτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρ «ποτήρι» + θήκη.