ποταμηπόρος

Revision as of 21:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A crossing rivers, Opp.C.2.178; going to the river, ib.4.84.

German (Pape)

[Seite 688] über den Fluß setzend, Opp. Cyn. 2, 178. 4, 84.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηπόρος: -ον, ὁ διαβαίνων ποταμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 178., 4 84.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς
2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσο-πόρος.