ποταμηπόρος

From LSJ

ἱκανὰ τοῖς πολεμίοις ηὐτύχηται → the enemies have had success enough

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμηπόρος Medium diacritics: ποταμηπόρος Low diacritics: ποταμηπόρος Capitals: ΠΟΤΑΜΗΠΟΡΟΣ
Transliteration A: potamēpóros Transliteration B: potamēporos Transliteration C: potamiporos Beta Code: potamhpo/ros

English (LSJ)

ποταμηπόρον, crossing rivers, Opp.C.2.178; going to the river, ib.4.84.

German (Pape)

[Seite 688] über den Fluß setzend, Opp. Cyn. 2, 178. 4, 84.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμηπόρος: -ον, ὁ διαβαίνων ποταμούς, Ὀππ. Κυν. 2. 178., 4 84.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που διαβαίνει ποταμούς
2. αυτός που πηγαίνει στο ποτάμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -πόρος (< πόρος), πρβλ. θαλασσοπόρος.