προδιαθερμαίνω

Revision as of 21:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A warm through before, in Pass., Gal.7.187.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαθερμαίνω: θερμαίνω ἐντελῶς πρότερον, Γαλην. τ. 7, σ. 77.

Greek Monolingual

Α
θερμαίνω εντελώς κάτι από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαθερμαίνω «θερμαίνω κάτι εντελώς»].